We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Το κ​ο​υ​ρ​έ​λ​ι έ​γ​ι​ν​ε σ​τ​ο​υ​π​ί

by nosfi

supported by
/
  • Streaming + Download

    Includes high-quality download in MP3, FLAC and more. Paying supporters also get unlimited streaming via the free Bandcamp app.
    Purchasable with gift card

      name your price

     

1.
01 και πάλι του κλέφτη 1, 2, 3 και πάλι του κλέφτη πήγαινα να ράψω με κλωστή κι αυτό το ξέφτι μα όταν το ξανασκέφτηκα το άφησα κουρέλι γι’ αυτό να μη βιαστείς να με βγάλεις τεμπέλη Όμως στην αγέλη φαντάζανε ανάρμοστα οι σκέψεις μου κι οι πράξεις μου πεδία ανεφάρμοστα οι λέξεις μου κι εκείνες ουτοπικά προτάγματα Έξω από την πόρτα μου ήταν κι είναι τάγματα ασφαλείας, μπάτσοι ρουφιάνοι και ματάδες και ίσως να σου φαίνεται πως έψαχνα μπελάδες αλλά δεν ήταν έτσι κι ούτε με βρήκαν μόνοι τους σύγκρουση μετωπική μπροστά στο σταυροδρόμι τους Κι οι κάμερες κατέγραφαν έτσι δεν κάνουν πάντα; Νομίζουν πως οι σκέψεις μας χωρίζονται σε κβάντα και θέλουν να προβλέψουν κάθε νέα κίνηση και φτιάχνουν ιστορίες για δήθεν υποκίνηση Όμως η αλήθεια έχει χιλιάδες όψεις κι εμένα την αλήθεια μου δε θα την πετσοκόψεις Τη βγάζω ακατέργαστη κι αφήνω τα ξεφτίδια αφού στο όνειρό μου δε χρειάζονται αντικλείδια Και είναι όπως τα βλέπω όπως τα περιγράφω όσο κι αν μ’ απειλούνε εγώ δεν υπογράφω Τη δήλωση μετάνοιας αφήνω για τους άλλους μένω στο μονοπάτι μου κι ας έχω βγάλει κάλους -- R: 1, 2, 3 και πάλι του κλέφτη προσπάθησες πολύ να με βγάλεις ψεύτη λες και σου βάλαν νέφτι τρέχεις και δε φτάνεις κάτω από τα πόδια σου το έδαφος χάνεις (Χ2) -- 1, 2, 3 και βρέθηκα πάλι σαν ένας πειρατής που κρατά ένα μπουκάλι και βλέπει από τον πάτο του όλη την υφήλιο Xωρίς περιουσία, χωρίς ένα κειμήλιο, Xωρίς κάποια κουβέντα χωρίς ένα αντίο όλα σ’ ένα σάκο στον ώμο και στο πλοίο Όμως απ την άλλη εγώ γούσταρα τρένα και ξήλωνα τις ράγες σε βαγόνια σκουριασμένα Τότε ήταν που είδα τον κόσμο απ την ανάποδη και η πραγματικότητα μου φάνηκε τετράποδη αδέσποτη χωρίς αφέντες και θεότητες δίχως τις μυστήριες δίποδες οντότητες που είναι κάθε μέρα στο ίδιο λεωφορείο κι ας είμαι ένα βήμα απ το ψυχιατρείο Όλους αυτούς που μίσησα και όσους με μισήσαν Όλους αυτούς που γνώρισα κι αυτοί δε με γνωρίσαν Όλους αυτούς που, έπεσα, κι εκείνοι με πατήσαν Όλους όσους αγάπησα κι αυτοί απλά με φτύσαν Εγώ δεν τους ξεχνάω κι αυτοί θα με θυμούνται κι αν ήσυχα κοιμούνται θα αρχίσουν να φοβούνται και αν ακόμα θέλουνε να με βγάλουν ψεύτη στην τρίτη και φαρμακερή το επίπεδο δεν πέφτει Από το σύστημά τους ξεσφίγγω κάθε βίδα κι αθόρυβα μες στις σκιές ξεφεύγω απ την παγίδα... R(x2)
2.
Δεν έχω να χάσω κάτι ακόμα είμαι με την ψυχή στο στόμα ζω σ ένα σπιρτόκουτο και βρες μου μία λύση ν’ ανάψω μια φωτιά που ποτέ της να μη σβήσει Κρίση μ’ έχει πιάσει ποιος θα αντιδράσει ποιος θα αποδείξει ότι έχει την κράση να με ηρεμήσει να μ’ αντιμετωπίσει όλη η κοινωνία είναι στ’ αλισβερίσι όλοι ποσοστά θέλουν να κερδίσουν είτε πάνω είτε κάτω όλοι θέλουν να γαμήσουν Απλά για να γαμήσουν όποιον κι ό,τι να ναι μη με κοιτάς απλά αλλά κάτι κάνε Ξύπνα από τον ύπνο ξεκόλλα απ τη μαστούρα όρθωσε ανάστημα στην παλιοχαμούρα που θέλει να ελέγχει τη ζωή και το μυαλό σου δε πα να είν’ η μάνα σου η τ’ αφεντικό σου δε πα να είν’ οι φίλοι σου ή η αδερφή σου οι Δαναοί που φέρνανε δώρα στη γιορτή σου Γράψε στα αρχίδια σου όλες τις συμβουλές τους κάπως έτσι σκοτώσανε κι εκείνοι τις ψυχές τους κι οι ζωές τους κοίτα τες πώς είναι Κοίτα, και μοναχός σου κρίνε. -- R: η ψυχή στο στόμα – βγες πάλι έξω η ψυχή στο στόμα – εγώ δε θ’ αντέξω η ψυχή στο στόμα – κι απλά δεν πάω πάσο γιατί δεν έχω κάτι να χάσω -- Mας έχουνε με την ψυχή στο στόμα βγάλε τη δικιά τους και πάτα τη στο χώμα βραχυκύκλωσέ τους και κάψε τα κυκλώματα βγάλ’ τους απ’ τη μύτη τα πλαστικά αρώματα βάψε μ’ ένα σπρέι όλους τους φακούς τους βγάλε τον αυτόματο από τους οδηγούς τους Σταμάτα πια να τρέχεις για να μη σε πιάσουν τρέξε καταπάνω τους κι έτσι θα τα χάσουν Ρίξε τις κεραίες απ’ τις τηλεοράσεις τους μην πίνεις νερό στις χημικές οάσεις τους Βγες απ’ το καβούκι ζήσε και αγάπα τρίψ’ τους τα βραβεία και τους έπαινους στη μάπα προσωπικό σου βίωμα κάνε την επανάσταση ρίξε τους αυγά στη γνωστή παράσταση μη μένεις θεατής πιάσε τα ινία γκρέμισε και χτίσε ξανά την κοινωνία Σταμάτα να φοβάσαι κάθε ζαρντινιέρα γύρνα τη πίσω σ’ όποιον έστειλε τη σφαίρα κι αν βρεθείς μπροστά στις σιδερογροθιές τους ύψωσε ανάστημα και πες τους: Η ώρα πλησιάζει φασίστες και ρουφιάνοι κι απλά εγώ προτείνω να κρυφτείτε Η τραμπάλα έγειρε και τώρα άλλος χάνει έπρεπε πιο πριν να το σκεφτείτε Μην ψάχνετε με ξύλο να μας ταρακουνήσετε δεν είμαστε όλοι τυχοδιώκτες Με απλά λογάκια όλοι την πατήσατε μπάτσοι – ασφαλίτες – καταδότες
3.
Aπό μακριά μου φώναξες και μου ‘κανες σινιάλο ήρθες κοντά και μου πες πως μου ‘φερες ρεγάλο μεγάλο, μεγαλύτερο απ όλα τα δώρα στους επιτυχημένους ανήκω πλέον τώρα Ώρα 6 το πρωί και σου γράφω ξενύχτι και ποτό το να πόδι στον τάφο Κι όμως κάτι μου βρωμούσε τόσα χρόνια και σίγουρα δεν ήταν μονάχα η κολόνια που ρίχναν στις σελίδες των βιβλίων του σχολείου ξεριζωμένες πλάκες νεκροταφείου που έχει εδώ και χρόνια εγκαταλειφθεί κι η τελευταία μνήμη έχει ξεχαστεί κι όμως πάλι, πάλι υπάρχει κάποιος πάλι που θα βάλει μέχρι τέλους στη φωτιά το κεφάλι… Έναν κανόνα ήρθα να θέσω και δυο λέξεις ν’ αποθέσω περπατάω γύρω – γύρω κι είμαι έτοιμος να πέσω μες στο λάκκο που μου έσκαβες και σκάβεις τόσα χρόνια κι έβλεπα μπροστά μου να περνάνε τα βαγόνια Τα σεντόνια να βρωμίζουν, ιδρώτα να γεμίζουν σκοτωμένα σκυλιά μες στο δρόμο να σαπίζουν Και να πήζουνε τα αίματα στα χέρια μου επάνω κι εγώ να κοιτάω χωρίς τίποτα να κάνω Να σφίγγω το τιμόνι να κάνω πετάλι να γίνομαι συνέχεια όλο και πιο ρετάλι Και πάλι να θυμάμαι να μη θέλω να ξεχάσω ριπές από εικόνες και να θέλω να ξεράσω Μα όλα τα ξεπέρασα για να ‘ρθω να μιλήσω ίσως θέλω πάνω απ’ όλα εμένανε να πείσω ότι πίσω δε θα κάνω δε θα υποχωρήσω και πριν από το θάνατο θα ζήσω Έτσι εν συντομία αυτός είναι ο κανόνας στο σύντομο ταξίδι της βρόχινης σταγόνας: Φρόντισε να κάνεις κάτι να αλλάξει Κάνε τα λόγια σου πράξη -- Τα λόγια κάνε πράξη βγάλ’ τους απ την τάξη βάλε να χορέψει όποιον θέλει ν’ αράξει Μα ότι κι αν σου λέω εσύ αδιαφορείς, συνηθίζεις, συνεχίζεις και γκρεμίζεις ό,τι βρεις Κι όλα πλέον μάταια φαντάζουν στη ματιά σου όποια κατάρα μου μείνε στη δίνω χάρισμά σου Στην υγειά σου δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπιώ κι ούτε θέλω μπροστά μου να σε ξαναδώ Τι να πω για όσα είχες υποσχεθεί, για όσα μ’ ένα νεύμα έχουνε χαθεί Βροχή και ξεμένω πάλι μόνος τελικά και ακούω τις σειρήνες βρίσκονται κοντά Πριν όμως να μαζέψω στην τσάντα μου τα σπρέι σβήνω απ το μυαλό μου ένα από τα χρέη Δίπλα από το μήνυμα στριμώχνω μια εικόνα κάτι που συνεχώς το θέτω σα κανόνα χειμώνα καλοκαίρι - καλοκαίρι και χειμώνα στηρίξου επάνω στη μύτη απ τη βελόνα ρίξε από το θρόνο του τον ηγεμόνα ψάξε ειρήνη στο μάτι του κυκλώνα φρόντισε να κάνεις κάτι να αλλάξει κάνε τα λόγια σου πράξη -- Κάνε τα λόγια σου πράξη
4.
Ζω ακόμα σ’ εκείνη τη χαμένη ηλικία των παιδιών που γνωρίζουν τι σημαίνει ελευθερία αλητεία και αγάπη για την ίδια τη ζωή και τους λέει ιστορίες η ίδια η γη Σ’ αυτά λοιπόν τα άλλα τα δικά μας παραμύθια δεν ξέρουν οι σοφοί ποτέ την αλήθεια με κουκιά και με ρεβίθια δεν μπλέκεται ποτέ της μα με κόκκινες κλωστές δένει τις κραυγές της Και, δεν υπάρχουν ήρωες τους σκότωσαν οι μπάτσοι όπως οι πρώτοι άποικοι σκοτώσαν τους Απάτσι η Αλίκη που ταξίδευε πέθανε απ την πρέζα και κανείς δε φόρεσε μια μαύρη πλερέζα Η χιονάτη είναι πόρνη πολυτελείας και οι νάνοι είναι πελάτες με τιμή γνωριμίας Ο παπουτσωμένος γάτος είναι ναρκοβαρώνος από κρανία άμαχων του βασιλιά ο θρόνος η σταχτοπούτα είναι ξέκωλο σε πίστα ρουφάει κοκαΐνη για να διώξει τη νύστα Κι ύστερα πάλι με τ’ αδράχτι και τη ρόκα οι μπάτσοι όλοι μοιάζανε με τον Καλαμπόκα. -- Στα δικά μας παραμύθια όσοι έχουν απομείνει βαστάνε στις πλάτες τους όλη την ευθύνη Και απλά όσα σου λέγανε τα είδαν απ’ την άλλη απ’ την καλή κι απ την κακή όλο το καρναβάλι Το τζίνι είναι όργανο του νόμου και της τάξης κι όλοι είναι ενάντια σε άλλες παρατάξεις Δε πα να τον φιλάς το βάτραχο συνέχεια αν γεννηθείς φτωχός πεθαίνεις στην ανέχεια και η ίδια η μιζέρια έχει γίνει βίωμα σαν του μπαρμπα-Θωμά το απλό τελείωμα Το παιδί της ζούγκλας το έφαγε η αγέλη και ο πιο μεγάλος δράκος έχει γίνει κουρέλι Η κοκκινοσκουφίτσα που νόμιζες παιδάκι έκανε παραδόσεις ήτανε βαποράκι Το τέρας αποκρουστικό έβλεπε η πεντάμορφη κι έτσι το πολτοποίησε σε μία μάζα άμορφη κι ύστερα τις σκαπούλαρε παντρεύτηκε ένα γιάπη, αυτή ήθελε τα χρήματα δεν έψαχνε αγάπη και αυτός με τα κοννέ του έγινε υπουργός και ήταν ο Πινόκιο ο πρωθυπουργός Τα νήματα δεν κράταγε όμως ο τζεπέτο αλλά πετρελαιάδες που ασκούσαν βέτο κι η μύτη του μεγάλωνε κανείς καλά δε ζούσε μα ένα ξεροκόμματο σε όλους τους αρκούσε Το φάντασμα του Τσουτσουβή γυρνούσε λυσσασμένο και κάποιοι ρίξαν φόλα στο αδέσποτο τρένο Τη λαίδη τον αλήτη τους πάτησε νταλίκα κι οι μπάτσοι με τους άθλιους στο τέλος φτιάξαν κλίκα και αφού έτσι μεγαλώσαμε με τέτοια παραμύθια είναι λογικό να μας τρέχουν για απείθεια Και τώρα που το ξέρεις, φοβάσαι κι υποφέρεις μέχρι τώρα νόμιζες πως ήμουν χασομέρης μπορεί κι από το φόβο σου να πάθεις συγκοπή γιατί ο Nosfi το κουρέλι έγινε στουπί -- Ένα τελετουργικό μιας χαμένης ψυχής, ένα αδέσποτο τρένο που δεν ξέρεις που θα βρεις και που θα δεις, τι θα πεις, απάνθισμα οργής, πέντε αράδες μνημόσυνο εν είδει γιορτής...
5.
Ok αυτό που ακούς δεν είναι η Traviata κι ούτε στο ρυθμό μου θα σπάσεις ποτέ πιάτα Σίγουρα έχουν δίκαιο όσοι με λεν κακόφωνο και ναι δε θα μ’ ακούσεις σ’ αυτό το ραδιόφωνο Όμως για όλα αυτά, περήφανος αισθάνομαι όπου λεν με βρίσκουν, εγώ νομίζω χάνομαι Η πιο καλή ευχή τους μου φαίνεται κατάρα και η αφρόκρεμά τους η σάρα και η μάρα Ο πιο καλός μου φίλος σας φαίνεται καμένος και ο κερδισμένος σας μου φαίνεται χαμένος, βλαμμένος ο πιο έξυπνος, θέμα οπτικής με τέτοια παραδείγματα τι άλλο να πεις; Ευνόητα ή δυσνόητα για μένα αυτονόητα όσα μ’ απασχολούν σου φαίνονται ανόητα και στέκεις απαθής γι’ αυτούς καλός πολίτης κι αν ήσουν ενεργός θα ήσουν χρυσαυγίτης ή και ασφαλίτης ποιο να ναι προτιμότερο πώς να ξεχωρίσω απ’ τα δύο το χειρότερο Ανώτερο διάταγμα να μείνεις φυτό, τ’ ακολουθείς πιστά, κι αυτό.. Όμως στον αλγόριθμο όταν μας προγραμμάτιζαν θα 'γινε κάποιο λάθος και κάποιοι επαναστάτησαν και γίνονται παράσιτα που σου τρων τα φύλλα, σαπίζουνε τις ρίζες σου κι η μάνα σου η σκύλα.. ..θέλει να τ’ αλλάξει, θέλει να ουρλιάξει κι εσύ φτύνεις το γάλα που σου έχει βυζάξει… -- Τρελός από κούνια και όχι από κανάλι, στο μαύρο μου χάλι και στο χέρι μπουκάλι πάλι ζητώ εξηγήσεις, μα πες μου πιστεύεις, μπορείς να με πείσεις; Λύσεις χιλιάδες, μα που να βρεις κάποια, θέλεις το μυαλό μου να ποτίσεις με χάπια Τα ‘πια όσα ήταν να πιω.. δε μιλάω για ντρόγκα μα για ό,τι αγαπώ για τους φίλους, τις ώρες τις μικρές μου στιγμές, τεράστιες βόλτες σε μέρες βροχερές και πες – πες – πες τι άλλο θα πεις; Αλήθεια, θέλεις μπροστά να μου βγεις; Να χαρείς, όσο ακόμα μπορείς σε λίγο δε θα μπορείς ούτε να κουνηθείς Αρχίζουμε επίθεση, πήραμε και θέσεις σιγά - σιγά θα χάσεις όλες τις ανέσεις Θα πέσεις ακόμα πιο κάτω θα πιεις από τη λάσπη και θα γλύψεις τον πάτο μπουκάλι - βενζίνη - στουπί η πλάτη στον τοίχο απ’ την καταστολή Κι η στολή πιστεύεις σου δίνει εξουσία, χημικά κι ασπίδες εγώ δε δίνω μία Ακολουθώ πολιτική που λες ζημιογόνα μάσκα και μαντίλι για τα δακρυγόνα Εικόνα οαχάκα και γαλλικά προάστια θ’ ανάψει παντού μια φωτιά τεράστια…
6.
7.
Περάσανε οι μέρες, με γέμισαν σάλια και μείναν στη ντουλάπα μου χιλιάδες μπουκάλια 2000 και κάτι μ’ αυτό που πίνω τρία πότε ψάξε – πότε ρώτα για να βρεις την ουσία Μα δεν άλλαξα ρότα ποτέ και στην καμία και με γυαλί δε φτιάχνεται καμία ουτοπία Και το ήπια το ρημάδι, για να τους κάνω χάζι γελούσα όταν έβλεπα τη σκέψη τους να μπάζει και ανοίγω τη ντουλάπα, τα βλέπω ένα – ένα το πρώτο μου μπουκάλι με τη γλώσσα μου παρθένα που όμως δεν την έλυσε και πήγε να τη δέσει με κράτησα λιγάκι πριν η σκέψη μου ξεπέσει Απ’ τη μέση το δεύτερο, απ’ την αρχή το τρίτο με εκείνο το instrumental που πρωτόπιασα το μίτο και που του ξεκαθάρισα ποιος κάνει τα κουμάντα ούτε ένα απ’ τα χιλιάδες δε με πέταξε στη μπάντα Και πάντα φοβόμουν πριν να φοβηθώ με ποια απ’ τις σκιές μου θα κυνηγηθώ Απόψε, έχεις την τράπουλα κόψε Μοίρασε στημένα, και πάλι ξανακόψε Βλέπεις είμαι εδώ και σε ελέγχω δεν έχω τα μυαλά μου όπως πάντα και αντέχω Σκιά σα λεκές πάνω στην πέτρα μα δε βγαίνει κάποιο λάθος σου το λέω ξαναμέτρα Τέσσερα και τρία και άλλα δυο χιλιάδες στρίμωξα στη ντουλάπα μου ξεμείναν οι μαινάδες απέξω, μαζί με τις σκιές.. σκατά μια απ’ τα ίδια, μπροστά μου είναι το χτες για πες.. απολογήσου πάλι, Πού ήσουν όταν έπινες εκείνο το μπουκάλι Πότε και γιατί, με φίλους ή μονάχος Έμεινε κανένας μέχρι το τέλος βράχος Πώς γύρισα στο σπίτι, αν γύρισα εν τέλει Υπήρξε στα αλήθεια εκείνη η αγέλη με τους ανθρωπόμορφους σκύλους και πιθήκους ή τάχα τους εμπέρδεψα με πόλεως κάτοίκους μ’ οδηγούς και μπάτσους ή με δικαστές με δημοσιογράφους και ερευνητές με τους προσκυνητές κάποιας εκκλησίας στα όρια αγάπης και ακολασίας συνουσίας πηγμένης στη μπόχα από τσιγάρα κι εγώ να καταριέμαι την ίδια μου τη φάρα σε κάθε ζάρα δέρματος να βγαίνει αλκοόλ να βρίσκομαι στον πάτο σ’ ένα μεγάλο μπολ Και γύρω να ‘ναι μάτια κι εγώ να ψάχνω τρόπους κάτι να με λυτρώσει απ’ τους χιλιάδες κόπους δώστε μου ένα πιστόλι, θα ανοίξω εγώ το κλείστρο ή έστω ένα σπίρτο, δεν έχω κάποιο οίστρο Φτάνει ως εδώ όχι άλλα παρακάλια θ’ ανοίξω τη ντουλάπα να πάρω τα μπουκάλια να χτίσω σκαλοπάτια για να περάσω έξω μα να με ξαναρίξουνε μέσα δε θ’ αντέξω Όσο κρατάω μέσα τα μπουκάλια σα σαβούρα στον τοίχο η σκιά μου θα μοιάζει με μουντζούρα Σαν κρεβατομουρμούρα απ’ τις τύψεις στο μυαλό μου Πρέπει επιτέλους να εντοπίσω τον εχθρό μου.. ..όσο μας γαμάνε θα γινόμαστε ρεμάλια ανοίγω τη ντουλάπα κι αραδιάζω τα μπουκάλια Παίρνω τα νεκροσέντονα της αξιοπρέπειας τα κόβω σε λωρίδες στα όρια απρέπειας και με βαθιές ανάσες βγαίνω απ’ την αδράνεια κλέβω τη ναφθαλίνη που είχα στην περηφάνεια Κι αφήστε όλα τα άλλα απλά φέρτε μου βενζίνη κι όσο για τα σπίρτα…κάτι θα μου χει μείνει
8.
Ήταν μια Τετάρτη ,για κάποιους μεγάλη είχαμε ξενυχτήσει δίχως ένα μπουκάλι Μιχάλη το θυμάσαι, εσύ πια δεν ξεχνάς η σκέψη είναι αρχή κάθε λευτεριάς και η σκέψη που μας ώθησε ήτανε η ίδια αυτή που με ταξίδευε τα πιο όμορφα ταξίδια στην τσάντα μου λοιπόν τέσσερα σπρέι και στην ψυχή το αίσθημα ότι υπάρχουν χρέη Πήγε τρεις η ώρα, ώρα ελευθερίας, για την εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας Πρώτα από τα τρένα εκεί δίπλα στα μνήματα πάνω από τις ράγες γράψαμε συνθήματα οι μπάτσοι είναι παντού, μα είμαστε αόρατοι οι τοίχοι μας φαντάζανε θεόρατοι Γρήγορα πιο γρήγορα σου φώναζα να γράφεις εσύ όμως με το πάσο σου ήθελες να βάφεις κι ύστερα την κάναμε πριν μας καταλάβουν Αν χτυπάς και φεύγεις δε θα σε προλάβουν Έπεφταν ψιχάλες μα δεν ήταν εμπόδια τα σπρέι σ’ ετοιμότητα σαν πολεμοφόδια.. -- Είχαμε βάλει στόχο ολόκληρη την πόλη να γράψουμε συνθήματα για κάθε καριόλη Κι έτσι συνεχίσαμε μπήκαμε σε σχολεία γράφοντας συνθήματα και για την παιδεία όταν κοιμάσαι υπάλληλος ξυπνάς κατσαρίδα καμιά υποταγή στη μαμά πατρίδα να πάρουνε φωτιά όλοι οι τσολιάδες να παν να γαμηθούνε οι φοιτητο-μπαμπάδες θέλουμε να ζούμε όχι να επιβιώνουμε ούτε να λαδώνουμε και ούτε να καρφώνουμε η μισθωτή εργασία είναι μια σκλαβιά και η δημοκρατία δε μας χαμογελά απλά μας δείχνει δόντια για να μας τρομάξει η νομιμοφροσύνη τίποτα δε θα αλλάξει τη γέφυρα του ποταμού είχαμε περάσει κι ένα κακό προαίσθημα με είχε διαπεράσει κρατούσαμε λοιπόν τα μάτια δεκατέσσερα είχε πάει τέσσερις και το κορμί μου έσερνα μπήκαμε σε parking που ήταν λεωφορεία και κάπου εδώ τελειώνει η ωραία ιστορία… Πιάνω με την άκρη του ματιού μου ένα αμάξι άσπρο citroen – προφανής η πράξη Μιχάλη ασφαλίτες! Άρχισε να τρέχεις ακόμα κι αν το σώμα σου λέει πως δεν αντέχεις τρέχουμε, γκαζώνουνε, στριγκλίζουνε τα φρένα αλλάζουμε κατεύθυνση μα εκείνοι μανιασμένα κάνουν αναστροφή και πάλι είναι πίσω ξέρω δεν μπορώ για πολύ να συνεχίσω κρύβομαι στις σκιές, γυρνάω προς τα πίσω αυτοί με χάνουν εύκολα και πάω παραπίσω μα οι μπάτσοι είναι παντού, διαλέγω το σκοτάδι πηδάω κάτι τοίχους και σαν απολειφάδι Σέρνομαι.. Σέρνομαι στα γόνατα κάθομαι να ηρεμήσω Βγαίνω στον κεντρικό να τους παραπλανήσω με σταματάνε μπάτσοι μου κάνουν ερωτήσεις τους δίνω τις πιο προφανείς απαντήσεις κι έτσι τη σκαπουλάρω μ’ αφήνουνε να φύγω τους χαιρετάω άνετα και ξαποσταίνω λίγο Η ψυχή μου κόντευε να βγει από το στόμα βλέπεις ο Μιχάλης έτρεχε ακόμα Όμως τελικά και αυτός τους ξέφυγε και απ’ την ανάσα μου ένα βάρος έφυγε Τέλος λοιπόν καλό, και όλα πιο καλά και στρώνουμε καινούρια σχέδια ξανά
9.
10.
Πες μου τελικά τι θέλεις από μένα κάθεσαι μπροστά μου και μου κάνεις την παρθένα μα το ξέρω αυτό το βλέμμα το είδα πριν από σένα κάπως έτσι ήταν και όλα τα μαλακισμένα μα εμένα που με βλέπεις ή απλά με ακούς δεν έψαξα ποτέ βοήθεια σε θεούς Στεκόμουνα ανέκαθεν απέξω απ’ την ομάδα απροσαρμοστικότητα και αφηρημάδα αντικοινωνικότητα και αδιαλλαξία και είχα για αξία να χαλάω την ησυχία Γι’ αυτό ό,τι πρεσβεύεις ή ό,τι απειλείς για μένα είναι απλά, κάτι που δε μπορείς και θα το δεις και εσύ μέσα στην πορεία μπορώ όμως να σου λύσω και την όποια απορία Αφού αντλώ τη γνώση μέσα από τα μάτια σου γκρεμίζω με μια κίνηση όλα τα παλάτια σου Κι απλά όταν σε κοιτάζω το νιώθεις και το αισθάνεσαι ανοίγει η γη, και κάπου μέσα χάνεσαι μα μην ανησυχείς δε θα πας στο βυθό και είναι από τα λίγα που θα εγγυηθώ Βλέπεις οι φελλοί μένουν στην επιφάνεια το διαλαλούν και οι ίδιοι με ψωροπερηφάνεια Λοιπόν θα επιβιώσεις, γι’ αυτό μη χολοσκάς, Είσαι απλά το σύμβολο ολόκληρης γενιάς που χάθηκε και βρέθηκε μοδάτη και στιλάτη και κόλλησε κι αυτή στο πρώτο σκαλοπάτι Γινάτι με πιάνει μου σκίζει τα συκώτια κάποιοι απλά μου λένε κόψε τα κρασοπότια Όμως δεν μπορώ και όποτε με βρίσκω δεν υποχωρώ κι απλά παίρνω το ρίσκο Κι έτσι συνεχίζω, δεν τους υπολογίζω, είναι από τα λίγα που με κάνουν και ελπίζω Χτίζεις – γκρεμίζω τα συρματοπλέγματα Φτύνω και Ξερνάω της κοινωνίας φλέγματα Κι αφού δεν έχω τίποτα, τίποτα να χάσω είναι πάρα πολλά όσα μπορώ να σε κεράσω Όμως σε τρομάζει κάθε τέτοια κίνηση κι αν σε ενοχλώ, κάνε μου και μήνυση μα αν θέλεις να τα πούμε οι δυο μας κοντινότερα διάλεξες το τέλος που έρχεται χειρότερα Αργότερα ή νωρίτερα και μία ώρα αρχύτερα αφού εγώ δε θέλω να περνάς καλύτερα Μα θέλω όλοι οι άλλοι να περνάν καλύτερα αν δεν κάνω λάθος το είπα και πρωτύτερα Κι αφού λέει δεν είμαστε τίποτα ιδιαίτερο θα γίνουμε τα πάντα σε έδαφος ουδέτερο Συνέταιρο δε θέλω κανέναν στο ταξίδι τα λόγια βγαίνουν εύκολα μα δεν είναι παιχνίδι Είναι η ζωή μου και μέσα απ’ τη φωνή μου βρίσκει ένα απάγκιο στο Χάος η ψυχή μου μα πάλι ξεκουνιέται, δε στέκεται ακίνητη είναι πολλοί οι λόγοι που δε γίνεται δυσκίνητη είναι πολλοί οι λόγοι που δε σου βάζω τέλος κι έχουμε αναλύσει μόνο το πρώτο σκέλος Γιατί εγώ σε βλέπω, γεννιέσαι και γερνάς το μόνο που μαθαίνεις είναι να προσκυνάς και δε χολοσκάς, όλα ειναι εντάξει τίποτα ποτέ δε σ’ έβγαλε απ’ την τάξη τίποτα ποτέ δε σ’ έβαλε σε σκέψη σε ποιον να το πω και ποιος να το πιστέψει Μένεις αιχμάλωτος της ίδιας προκατάληψης με κάνεις και ερωτοτροπώ με σκέψεις εγκατάλειψης Μα να τα παρατήσω δεν παίζει ενδεχόμενο Κάνω μία παύση και τα λέμε στο επόμενο..
11.
Ρώτησα τους δαίμονες που χρόνια με στοιχειώνουνε για τους ανθρώπους γύρω μου που απλά επιβιώνουνε μα έλα που δεν πήρα ούτε σ’ αυτό απάντηση και όλα αυτά μου είπαν πως είναι συκοφάντηση Πως λέει πρέπει πάντα να κρατάω τα προσχήματα και να πατάω πάνω σε αλλονών τα βήματα… Μα εγώ βγήκα στο δρόμο και ρωτούσα, εναγωνίως έψαχνα κι απάντηση ζητούσα Τραβούσα τα μανίκια , τους χτύπαγα στην πλάτη «Ρε φίλε μήπως ξέρεις για πού πάει το μονοπάτι; Σ’ ετούτη τη διάβαση που πάλι τώρα στέκεσαι, έχεις βρει ποτέ έναν τρόπο ν’ αντιστέκεσαι Σ’ αυτή τη λεωφόρο που διαβαίνεις – Δώσ’ μου ένα στίγμα να δω αν καταλαβαίνεις Πως ξέρεις που πηγαίνεις ,έστω πάνω κάτω..» Κι έπαιρνα απάντηση το ίδιο κρύο πιάτο: Βλέμματα κενά, καμιά άλλη αντίδραση τα λόγια μου δεν είχαν απλά καμιά επίδραση γιατί είναι τρελός όποιος μιλάει σ’ άγνωστους κι όποιος τολμά να γράφει χαρακτήρες δυσανάγνωστους. Κι έψαχνα συνέχεια για να βρω τη λύση, έλεγα «δεν μπορεί ,όλο και κάποιος θα μιλήσει» «ένα κακό μεθύσι είναι, και θα περάσει» έλεγα από μέσα μου συνέχεια αυτή τη φράση και προφανώς η φάση απλά συνεχιζότανε και καμιά απάντηση στο θέμα δε βρισκότανε. Στην όλη συμπεριφορά τους κάτι μου βρωμούσε, κάτι δε μου ταίριαζε και κάτι δεν αρκούσε Τα μάτια τους ήταν θολά και κοίταγαν ευθεία Έψαξα τις τσέπες τους μήπως βρω στοιχεία.. Και βρήκα κάτι άσπρα μικρά μπουκαλάκια με συνταγές γιατρών μέσα σε φακελάκια Και όλα ξεκαθάρισαν την ίδια στιγμή, τα θολά τους ΄μάτια και η χαρωπή φωνή η όρεξη τους για δουλειά και υπακοή το βάδισμα και η επιλεκτική ακοή η έλλειψη αντιρρήσεων και κάθε είδους κρίσεων η γραφειοκρατία κι η συμπλήρωση αιτήσεων το πρωινό τους άγχος για να πάνε να δουλέψουνε και το ότι ποτέ δε σκέφτηκαν να κλέψουνε: Τις πολυεθνικές ,τράπεζες, μαγαζάτορες βουλευτές και υπουργούς αλλά και αυτοκράτορες. Τη βρήκα την αιτία -όμως δε βρήκα λύση κατάλαβα γιατί ήθελε εμένανε να κλείσει ο γιατρός , σε κάποιο άσυλο ανιάτων για καθαρή και διαυγή θεώρηση πραγμάτων Αφού ποτέ δε δέχθηκα να μου επιβάλλουν Το εργασία και χαρά δε μπόρεσαν να βάλουν στο μυαλό μου μέσα - και ποτέ δεν πήρα χάπια, απ’ αυτά που ξεχειλίζουν πλέον όλα τα ντουλάπια… Αυτά λοιπόν τα χάπια, έχουνε αποτέλεσμα υπακούς αυτολεξεί σε κάθε είδους κέλευσμα φοράς ένα χαμόγελο μαλάκα όλα είναι χαρωπά και όλα έχουν πλάκα Σου κλέβουν το ζουμί της ζωής γίνεσαι εξάρτημα της παραγωγής Μια ακόμα βίδα το τεράστιο μοτέρι που δε γνωρίζει άνοιξη, χειμώνα, καλοκαίρι Και σα δυσανασχέτησα και έφερα αντίρρηση μ’ έσυραν αμέσως υπό επιτήρηση Κι έκανε τη διάγνωση ο γιατρός σοβαρά «Χρειάζεσαι επειγόντως αντικαταθλιπτικά. Και πάνω απ’ όλα φταίνε τα γονίδια εν τέλει..» Όμως τα γονίδια δε μ’ έκαναν κουρέλι.. Μ’ έκανε η κοινωνία, μ’ έκανε το σχολείο και η καταστολή σ’ όλο το μεγαλείο. Δεν το κληρονόμησα από κάποιον, μ’ οδήγησε η αντίδραση στο σύστημα των σάπιων Και από κει που έσβηνες στο σώμα μου τις γόπες, τώρα μου πλασάρεις τις πιο μοδάτες ντόπες το πρόζακ ήταν η αρχή μα έπεται συνέχεια κι αυτό που μόλις είπα δεν είναι κακεντρέχεια Είναι η αλήθεια, και κοίτα τα στοιχεία βολεύει υπερβολικά αυτή η ιστορία οι φαρμακοβιομήχανοι βγάζουν το παραδάκι τους ψυχίατροι μεσίτες λιγδώνουν το αντεράκι τους κι ο καπιταλισμός έχει έτοιμους πελάτες και τα αφεντικά πρόθυμους εργάτες Κι οι πόλεις πλημμυρίζουνε με ζόμπι Που έχουν την κατανάλωση μοναδικό τους χόμπι…
12.
Σαν την Ηχώ του Χάους που χαράζει τα χαμένα σου η ψυχή που χάλασες και τα χαραμισμένα σου τα χρόνια, που ξέρεις , ότι το ψάχνω χρόνια σε δρόμους μαυσωλεία και ανήλιαγα μπαλκόνια κι όμως τόσα χρόνια ποτέ δε βρήκα κάτι γι’ αυτό δε βρίσκεις λόγο να υπάρχει το κομμάτι Πάρε μάτι μαλάκα όμως μήπως καταλάβεις, τι είναι τελικά αυτό που τρέχεις να προλάβεις.. Πες μου , τι; Αξίζει την προσπάθεια εσύ την ευτυχία συνδυάζεις με αμάθεια.. Μιζέρια, τόση μιζέρια.. Σε λίγο θα πληρώνεις για το φως από τ’ αστέρια.. Μα αυτός ο ουρανός είναι τζάμπα μαλάκα, ούτε πληρώνεις τόκο, ούτε κάνεις τράκα Είναι τζάμπα, είναι γαμημένα τζάμπα μα εσύ προτιμάς το φως από τη λάμπα 50 κεριά 300 watt και κάτι, τους τοίχους με τα κάγκελα ονόμασες παλάτι Ξέρεις κάτι; Σίγουρα θα πεις ναι Πάντα έχεις άκρες, ρουσφέτια και «κοννέ» Αρχίδια μπλε, δεν ξέρεις ούτε τι σου γίνεται μα πάντα εσύ κι οι φίλοι σου είστε έτοιμοι να κρίνετε.. -- Και να ‘μαι πάλι πίσω, τι να σου εξηγήσω Με λόγια και εικόνες τι να πρωτοπαραστήσω Τι να αφήσω και τι να πιάσω πάλι μόνο που με βλέπεις με φωνάζεις ρεμάλι.. Σε ενοχλεί η γλώσσα μου, σε ενοχλούν οι τρόποι μου Μυρίζομαι τα χνώτα σου όταν είσαι στο κατόπι μου Νιώθω την ανάσα σου που βρωμάει πλούτη κι όλη η ατμόσφαιρα βρωμοκοπά μπαρούτι Κι εσύ το παίζεις άνετος αφού έχεις και πληρώνεις μα η ζέστη ανεβαίνει και αρχίζεις και ιδρώνεις γιατί ξέρεις πως τα λεφτά τελειώνουνε όπως ακριβώς και οι πάγοι λειώνουνε Κι όταν θα τελειώσουνε όλα σου τα χρήματα τα μέσα εξημέρωσης δε θα σβήνουν εγκλήματα Μα κάθε παρακμή πηγάζει εκ των έσω Να χέσω όποιον μου έλεγε το γάιδαρο να δέσω Να χέσω όποιον μου δίνει συμβουλές και οδηγίες 10 τρόποι να βρεθείς σε χλοερές κατοικίες Να χέσω κάθε τύπο που κοιτάζει τη δουλειά του Να χέσω όποιον φοβάται μήπως χάσει τα λεφτά του Το χρήμα – τα λεφτά – τα φράγκα – παραδάκι σε κάνανε κι εσένα ένα ακόμα γιοσουφάκι και υφάκι περίεργο τώρα υιοθετείς με ακριβό κοστούμι τώρα κυκλοφορείς Νομίζεις πως μπορείς τα πάντα να αγοράσεις Ιδρώνεις γιατί ξέρεις πως μπορεί και να τα χάσεις Και πληρώνεις για τα πάντα, αρχίζεις χαπακώνεσαι πίνεις λίγη κόκα να μπορείς και να κορδώνεσαι Και ύστερα φαντάζεσαι πως όλοι σ’ αγαπάνε Πηδάς και μια μοντέλα που άλλοι 10 γαμάνε για τα ίδια λεφτά ή και για πιο λίγα μέσα στο κεφάλι σου είσαι μία μύγα Εντομοαπωθητικά και μυγοσκοτώστρες Είσαι ξαπλωμένος και σε πνίγουν οι ξαπλώστρες Και σ’ αυτό το άσχημο της κόκας το τριπάκι καμιά απ’ τις μοντέλες δε σου κάνει καμάκι έχεις κηρύξει πτώχευση και έχουνε βουλιάξει τα κότερα σου κι έχεις ένα «ντεσεβό» για αμάξι όσοι σε τριγυρίζουνε δε σ’ αναγνωρίζουνε βλέπεις τις πληγές σου μία – μία να σαπίζουνε Και θέλεις να πουλήσεις τα πάντα Στις πίσω σελίδες μια ακόμα λεζάντα: «δίνεται αμοιβή για αγάπη και για φίλους κι αγοράζω δάκρυα από κροκοδείλους» γιατί το νέο παιχνίδι σου είναι απ’ τα παλιότερα καθορίζει τύχες κι άλλα πολλά χειρότερα Είναι η πολιτική και ψάχνεις για γραφείο το νέο σου κουστούμι είναι από το μαυσωλείο όλων των ιδεών και όλης της μανούρας το πότισες με κρύσταλλους και τόνους σαβούρας Και θέλεις να με βάλεις τώρα να πληρώνω φόρους Φ.Π.Α. και ποσοστά σαν όλους τους εμπόρους.. Μα αυτός ο ουρανός είναι τζάμπα μαλάκα ούτε πληρώνεις νοίκι, ούτε κάνεις τράκα Είναι τζάμπα – και φοβάσαι να κοιτάξεις είναι τζάμπα κι αν κοιτάξεις θα τρομάξεις… Μα αυτός ο ουρανός είναι τζάμπα μαλάκα.
13.
Ήθελα να κάνω τα πάντα ομορφότερα όμως κάθε μέρα ξέρω και λιγότερα κι η μηχανή του χρόνου θέλει να με συνθλίψει ίσως μια στιγμή σιωπής να διέκοπτε τη θλίψη που απλώνεται παντού σα μία μαύρη σκόνη και να ‘κοβε και το σκοινί που είναι στην αγχόνη Σε αγχώνει να σπάσουν τα γρανάζια και όλοι πια ξεκούρδιστοι να μη σου κάνουν νάζια Μα έλα που εγώ δε γνωρίζω αυτή τη μέθοδο το μόνο που μπορώ είναι να σου κάνω έφοδο Κι οπλίζομαι, ετοιμάζομαι κι όλα σε καταριώνται μα δίχως ανταπόκριση οι μύες μου συσπώνται και βρίσκομαι στο πάτωμα πισθάγκωνα δεμένος χαμένος, μπερδεμένος αλλά όχι απελπισμένος αφού μια στιγμή σιωπής θα ηχούσε τόσο βίαια που απ’ το κουφάρι μας θα έδιωχνε την ύαινα που τρώει τα σωθικά μας, γλείφει τα’ άντερα μας και εμείς πια δεν ακούμε ούτε τα ουρλιαχτά μας. -- Δεν ακούμε ούτε τα ουρλιαχτά μας Ό,τι αγαπάμε πεθαίνει μακριά μας Πώς να βρω τη δύναμη να αλλάξω τη σελίδα Μια στιγμή σιγής πριν απ’ την καταιγίδα x2 -- Πριν απ’ τη καταιγίδα συμβαίνουν τόσα πράγματα Συσσωρεύω μέσα μου τόσων αιώνων κλάματα κι η σκέψη με ωθεί σε τόπους μισημένους που χύθηκε το αίμα από τόσους ξεχασμένους Με βάζει να εξετάσω κάθε μία πιθανότητα και ψάχνω έναν τρόπο να σκοτώσω τη θεότητα που παίζει το μπαρμπούτι της πάνω στο ριζικό μας κάθε καταστολή ξεκινά απ’ το μυαλό μας Κι αφού με πάει όπου γεννιέται η εξουσία με σπρώχνει να γεμίσω το ποτήρι μου με βία Και πίνω λίγο – λίγο δεν πάω να ξεφύγω ό,τι με παγιδεύει προσπαθώ να καταπνίγω Και πνίγομαι στη δεύτερη γουλιά μου Ψάχνω την παγίδα κάπου μες στα λογικά μου Πού να ‘ναι τα πιο όμορφα που ήθελα να φέρω Πού να ‘ναι όλα αυτά που ‘θελα να καταφέρω Δεν ξέρω, τι με κάνει να διαφέρω κι αν κάποια αλλαγή μπορώ να επιφέρω Και βρίσκομαι στο πάτωμα πισθάγκωνα δεμένος για κάθε ενδεχόμενο όμως προετοιμασμένος αφού μια στιγμή σιωπής κρύβει τόση βία που εκρήγνυται στην πρώτη επαφή με αηδία -- Μέσα απ’ τις εκρήξεις ακούς τα ουρλιαχτά μας Κι ό,τι αγαπάμε πεθαίνει μακριά μας Πώς να βρω τη δύναμη να αλλάξω τη σελίδα Μια στιγμή σιγής πριν απ’ την καταιγίδα x2 -- Μες στην καταιγίδα χάνω κάθε βάρος πετάω από πάνω ελεύθερος σαν γλάρος Και βλέπω όσα μου ‘χωνε η οργή μέσα στο στόμα Διώχνω από πάνω μου κάθε είδους βρώμα Τη λίγδα που αφήνει στα χέρια μου το χρήμα την παίρνει μακριά ο αφρός από το κύμα κι οι ψεύτικες οι σχέσεις τα ψεύτικα τα γέλια που κάνουνε ολόκληρο το είναι μου κουρέλια Καίγονται κι αυτά από τις αστραπές Μετράω μία – μία όλες μου τις σιωπές και κάθε μία γίνεται βουή και ουρλιαχτό Δεν έχω καμιά πρόθεση να προφυλαχτώ Δεν καμιά πρόθεση να σε συγχωρώ ούτε κανένα λόγο τίποτα άλλο να ανεχτώ και έτσι προχωρώ, δεν κάνω βήμα πίσω και βλέπω ότι μ’ έκανε στιγμές να χαραμίσω Να αφήσω να με παρασύρουν όμως την ψυχή μου δεν μπορέσαν να τη φθείρουν Και βρίσκομαι στο πάτωμα πισθάγκωνα δεμένος Μα ετούτη τη φορά δεν είμαι νικημένος Και σπάω τα σκοινιά, Ανάσα της ελπίδας Μ’ αρέσει να ακούω τη βουή της Καταιγίδας -- Μέσα απ’ τις εκρήξεις ακούς τα ουρλιαχτά μας Κι ό,τι αγαπάμε πεθαίνει μακριά μας Πώς να βρω τη δύναμη να αλλάξω τη σελίδα Μια στιγμή σιγής πριν απ’ την καταιγίδα x2 -- Μέσα απ’ τις εκρήξεις ακούς τα ουρλιαχτά μας Κι αυτή εδώ η βροχή δυναμώνει τη φωτιά μας Βρήκα πια τη δύναμη και άλλαξα σελίδα Και έχω στα σκαριά μια μεγάλη καταιγίδα
14.
15.
Μου φάνηκε πως κλαις και γύρισα πίσω να ξεκαθαρίσω πριν ακόμα αρχίσω αν θέλεις να σωθείς δεν μπορείς πάντα να τρέχεις κι αν δε θες να χαθείς μη μου λες πως δεν αντέχεις Έχεις σχεδόν ό,τι είχες ποθήσει τι σ’ έκανε λοιπόν λίγο πριν από τη δύση να μου λες ότι κάτι σου φταίει ενώ εμένα η γλώσσα μου καίει Αν δεν ξέρεις λοιπόν, και πράγματι κλαις ψάξε και θα βρεις ιστορίες πολλές ιστορίες παλιές, μα ίσως και μια καινούρια να έρθω να σου την πω πριν να κλείσεις τα παντζούρια της ψυχής σου, και απ’ την τρελή σου φούρια πέσουνε και σπάσουνε όλα σου τα γούρια Και τότε, να, κάτι χειροπιαστό ακόμα και σε σένα θα μοιάζει ανεκτό να κλάψεις έστω και λίγο Ένα δάκρυ από εκείνα που κι εγώ συνήθως πνίγω Να κυλήσει μπας κι επιτέλους λυτρωθείς και βγάλεις από μέσα σου ότι είχες κρύψει να κυλήσει μπας και ξεκουνηθείς απ’ όλη αυτή τη μπόχα και τη σήψη -- Με όλη αυτή τη μπόχα και τη σήψη.. Είσαι άρρωστος, άρρωστος.. -- Είναι λοιπόν παθολογική κατάσταση άλλη μια επανάσταση που έγινε παράσταση Κι όμως εσύ ακόμα φοβάσαι βάζεις συναγερμό και ανήσυχος κοιμάσαι θα ‘σαι δε θα ‘σαι σαράντα χρονών άντε πες μου μια στιγμή που να ήσουν παρών Όταν κάτι γινόταν όταν κάποιος κάτι αρνιόταν όταν κάτι πιο μεγάλο από σένανε φτιαχνόταν Κι όταν έστω η ζωή σε προσπερνούσε είχες αντιληφθεί ότι δε χαμογελούσε Πού ήσουνα βρες μου κάτι να πεις Δεν τόλμησες ποτέ μοναχός σου να βρεθείς και να τα πεις στον καθρέφτη μπροστά με τον ίδιο τρόπο που έλεγες για ποσοστά για πωλήσεις και για λύσεις οικονομικές για ανόδους εκποιήσεις λεφτά και μετοχές Για δες μου φαίνεται πως ξέρω το λόγο που βλέπεις τη ζωή σαν παιχνίδι στο τζόγο.. -- Μα η ζωή δεν είναι παιχνίδι στο τζόγο.. κι αυτά τι είναι; Δάκρυα; -- Αν όντως βλέπω δάκρυα στα μάτια σου πατέρα πάνε μια φορά ένα βήμα παραπέρα Άλλωστε κι εγώ είμαι μια από τα ίδια μέσα στα σκατά μεγαλώνω κι αναπνέω νιώθω στα πόδια μου δεμένα βαρίδια προτιμώ τον πάτο απ’ το να επιπλέω Τι να λέω; Τι θέλεις να σου ξαναπώ Νομίζεις πως μεγάλωσα σε κάποιο παλάτι Έψαχνα να μάθω τι σημαίνει να αγαπώ θα ‘φτανα ως στον τάφο με αυτό το μονοπάτι όμως σε αντίθεση με κάποιους σαν κι εσένα διάλεξα το δρόμο που αγκάλιαζαν οι φλόγες κάθισα να δω την ίδια μου τη γέννα και με πήγαν πιο βαθιά μες στο δάσος οι πιρόγες Κι όμως δε φοβήθηκα τα άγρια θηρία Εκείνα που μου έλεγες πως είναι λυσσασμένα φοβάμαι πιο πολύ αυτή την κοινωνία, άλλωστε κι αυτά είναι με σένα αγριεμένα και εμένα που μονάχα οι σκύλοι μ’ αγαπάνε όλοι οι άλλοι έρχονται και πάνε τα όνειρά μου ευτυχώς βγάλαν φτερά και πετάνε και πίσω ούτε στιγμή δεν κοιτάνε -- Μα τώρα που το βλέπω από κοντά και καθαρά κατάλαβα πως έστησες ολάκερη πλεκτάνη δεν έκλαιγες για κάποιο από τα παιδιά αλλά για ένα τέλος που κατάλαβες πως φτάνει Και το δάκρυ σου δεν κύλησε στη γη, γιατί απλά κι αυτό δε σε ανεχόταν Πατέρα αναπαύσου στη σιγή το σπίτι σου ποτέ δεν καιγόταν Έτσι κι αλλιώς για μένα ποτέ δεν υπήρχες Ποτέ δεν ήσουν κάτι παραπάνω από ένα ψέμα ούτε ένα κομμάτι απ’την ψυχή μου δεν κατείχες δεν πίστεψα πο΄τε το λυπημένο βλέμμα Αυτή είναι λοιπόν η δικιά σου κηδεία Κλάψε όσο θες εγώ θα γελάω κτερίσματα σου δίνω χολή και αηδία τέσσερεις το πρωί κι ακόμα τραγουδάω (κι έτσι απλά στη νύχτα χαρίζω ό,τι αγαπάω)
16.
Σχεδίαζα μια έξοδο απ’ την κανονικότητα ήθελα να ξεφύγω από την πραγματικότητα που πίσω με τραβάει, τα πάντα μου χαλάει ήθελα να βρω κάτι που να με μεθάει όπως πρώτα που με έσερναν τα πάθη που μέσα στο καλάθι μου δεν είχε κατακάθι από λάθη, λάθος στιγμές σε λάθος μέρος ακόμα δεν ξεκίνησα και ήδη νιώθω γέρος και το ξέρω ότι τους φόβους μου δε νίκησα απλά για λίγη ώρα ίσως να κατοίκησα σε κάποιον άλλο χώρο, σε κάποιον άλλο χρόνο όπου δε χρειαζότανε άλλο να πληρώνω και να μεσολαβεί στις σχέσεις μου το χρήμα κι οι άνθρωποι δεν τρέχανε πηγαίναν βήμα – βήμα Όχι θύμα, λοιπόν, κάποιων περιστάσεων μα τίμημα που χώνω εξαιτίας καταστάσεων μέσα στο μυαλό μου, κι ανάγκη για να ζήσω ανάγκη να μιλήσω και να επικοινωνήσω Να αφήσω, να αφεθώ, να νιώθω ότι νιώθεις να πάρω ιστορίες που μες στο μυαλό σου κλώθεις και να τις ξετυλίξω, αφού είναι κουβάρι όμως επιμένεις να τις κρύβεις στο συρτάρι Μα αυτό δε με πτοεί, θα κάνω ριφιφί, θα αφήσω και το όνομά μου για υπογραφή Κι όταν παραγραφεί στο μυαλό σου το έγκλημα, ίσως να καταλάβεις πως το κύριο μου μέλημα δεν ήτανε να κλέψω τα κουβάρια Ήθελα να σπάσω της ψυχής σου όλα τα ντουβάρια -- R: Οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα αυτιά μας τοίχους μα αν ψάξεις στην ψυχή μου θα βρεις μονάχα στίχους και ήχους που γκρεμίζουν τους τοίχους και βάζουνε φωτιές σε περιόδους ψύχους Οι τοίχοι έχουν αυτιά και τα αυτιά μας τοίχους μα αν ψάξεις στην ψυχή μου θα βρεις μονάχα στίχους και ήχους που τους τοίχους γκρεμίζουν για να ελευθερώσουν όσα εκείνοι φυλακίζουν -- Κι απ’ όσα φυλακίστηκαν ανάμεσα σε λούπες κράτα μια φορά όλα εκείνα που δε μου πες Και για μια φορά, κάνε τη διαφορά και βγάλε την ψυχή σου από την καμφορά Βλέπεις η φθορά αυτή όπως και η σήψη έρχεται πακέτο μ’ όποια μέση πάει να σκύψει Όμως τελικά, γιατί σου λέω τόσα και ποια είναι στη σκέψη η κύρια συνιστώσα αφού όσα και αν πω, και όσα και αν γράψω όσα κι αν σκεφτώ, κι όσους τοίχους και να βάψω Αν εσύ δε θες να το κουνήσεις ρούπι δεν πρόκειται ποτέ να σπάσει το καλούπι Παρόλα αυτά εγώ, φωνάζω όσο αντέχω μοιράζομαι μαζί σου ό,τι έχω και δεν έχω Δεν τρέχω, τίποτα δεν αφήνω και όταν πού και πού μονάχος μου τα πίνω δίνω μια εξήγηση για όσα έχω χάσει και παίρνω ιστορίες που μπορεί να έχεις ξεχάσει Και κάθομαι και πλέκω τα κλεμμένα μου κουβάρια και με κάθε κόμπο ξαποστέλνω τα κουφάρια μακριά από εμένα, δεν πα’ να μείνω μόνος μου όπως και να έχει αυτοί δεν είναι ο κόσμος μου Αυτοί εδώ οι τοίχοι που ντύνουν τα κεφάλια είναι απ’ τους λόγους που ‘μια κάθε μέρα χάλια είναι απ’ τους λόγους που μου κόβεται η ανάσα σα να με κουβαλάνε οι τέσσερεις στην κάσα Μα οι στίχοι που χω μέσα μου μου δίνουν οξυγόνο και κάπως έτσι φτιάχνω το δικό μου χωροχρόνο όπου όλοι αυτοί οι τοίχοι και όλα τα ντουβάρια σπάνε από ιστορίες που έχω πλέξει απ’ τα κουβάρια

about

Oλοκληρώθηκε στα τέλη του 2007 και κυκλοφόρησε στις αρχές του 2008 ψηφιακά και σε cd σε καταλήψεις, στέκια και αυτοοργανωμένες συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο

credits

released April 10, 2008

250 compact discs
παραγωγή, στίχοι, παρουσίαση: nosfi
παραγωγή στο track 13 nosfi & dusminoe

license

Some rights reserved. Please refer to individual track pages for license info.

tags

about

nosfi Salonika, Greece

nosfi was an underground mc and producer based in SKG. He was more or less active in the political squat -DIY scene between 2007 and 2017.

contact / help

Contact nosfi

Streaming and
Download help

Report this album or account

nosfi recommends:

If you like nosfi, you may also like: